- ανάθαλψη
- η (Μ ἀνάθαλψις) [ἀναθάλπω]η εκ νέου θέρμανση, ξαναζέσταμαμσν.θερμότητα, ζέστη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναθάλπω — (Α ἀναθάλπω) θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω αρχ. περιποιούμαι, βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θάλπω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ανάθαλψη ( ις)] … Dictionary of Greek